Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Ένα νεανικό κείμενο φιλοσοφικής αναζήτησης του Νίκου Καζαντζάκη, το πρώτυπο δοκίμιό του, δημοσιευμένο στα 1906, αλλά γραμμένο, πιθανότατα, πολύ νωρίτερα, πριν καν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας, παρουσιάζομε σήμερα. Είναι ένα πρώιμο κείμενό του, δείγμα των διανοητικών του αναζητήσεων από τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας.
«Η αρρώστεια του αιώνος», όπως τιτλοφορείται, δημοσιεύτηκε από τον Μάρτιο του 1906 σε συνέχειες στη φιλολογική «Πινακοθήκη», του Δ.Ι. Καλογερόπουλου, στην οποία ο νεαρός Καζαντζάκης συνέγραφε συχνά κείμενα, κυρίως φιλοσοφικά. Μάλιστα αυτό ήταν το πρώτο κείμενο με το οποίο ο νεαρός λογοτέχνης και στοχαστής ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, είχε εκδώσει το πρώτο του έργο με τον τίτλο «Όφις και Kρίνο».
Με το κείμενό του αυτό, το οποίο υπέγραψε ως Κάρμα Νιρβαμή, όπως αρχικά εμφανίστηκε στο πανελλήνιο, ο Καζαντζάκης υμνεί, μέσω της αρχαίας παράδοσης των λαών – και κυρίως των αρχαίων Ελλήνων- την αγνότητα της ανθρωπότητας στα πρώτα βήματά της, μαζί με τον πολύ διαφορετικό, αγνό και χωρίς πρόκληση αναμάρτητο έρωτα που απολάμβανε. Και μέσα από την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου, από την επικράτηση του χριστιανισμού, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, φτάνει στον σύγχρονο –για τον νεαρό φιλόσοφο- κόσμο του 19ου αιώνα, όταν όλα τα ήθελαν οι τότε μοντέρνοι άνθρωποι, όπως γράφει χαρακτηριστικά. Όλα τα ήθελαν, αλλά και όλα τα γνώριζαν, «τίποτε δεν αφήκαν παρθένο στην ψυχή μας», όπως λέει για τη δική του σύγχρονη εποχή, καθώς φαίνεται να τον ενοχλεί το γεγονός ότι πλέον δεν μένει τίποτε να ανακαλύψει και να εξελιχθεί μέσω αυτού το ανθρώπινο είδος. Τις νεανικές αυτές σκέψεις του, φυσικά, ο Νίκος Καζαντζάκης θα τις επαναδιαπραγματευτεί αργότερα, όταν θα αρχίσει να ωριμάζει ο φιλοσοφικός του προσανατολισμός.
«Ο άνθρωπος σήμερον αναπτύσσεται τεραστίως. Εις ηλικίαν ολίγων ετών γνωρίζει όσα δεν εγνώριζαν οι γέροι των περασμένων γενεών», γράφει χαρακτηριστικά. Κι αυτή η πρόωρη και καθολική γνώση, τον ενοχλεί. «Νέος ακόμη –προσθέτει- έχει χλωμιάσει απάνω σε ογκώδη βιβλία κι έχει δηλητηριασθή με τους μεγάλους πόθους και με τη δίψα τη μεγάλη των νεωτέρων ψυχών… Πώς μπορεί να νοιώση κανείς σήμερα την αφελή χαράν των προγόνων;
Εκουραστήκαμεν από τη σοφία των βιβλίων, έρχονται και παρέρχονται οι ποιηταί και μας αφίνουν τα δάκρυά των και τις αμφιβολίες των κι εκουραστήκαμε πλειά να διαβάζομε και να ρωτούμε και να περιμένομεν απαντήσεις.
Ποιος μπορεί νʼ αγαπήση σήμερα τη μεγάλη αγάπη των πατέρων του, τη φαιδράν αγάπη των προγόνων του, αφού μέσα στα βιβλία και στις ψυχολογικές αναλύσεις των νεωτέρων συγγραφέων είδε διακεκορευμένα όλα τα μυστικά της αγάπης;
Όταν τα χείλη της πλησιάζουν τα χείλη μου ξέρω – μου είπαν- τι σκέπτεται, τι όργια πλάσσονται κάτω από το δέρμα της. Όταν πηγαίνω στην Εκκλησιά ξέρω – μου είπαν- τι κρύβεται μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο, τι σκέπτονται τα μάτια των ιερέων και γιατί πηγαίνουν οι γυναίκες.
Όλα τα ξέρει ο σημερινός άνθρωπος. Τίποτε δεν αφήκαν παρθένο στη ψυχή μας. Η εξουσία, η Επιστήμη, η δόξα δεν μας αρκούνε πλειά. Κάτι άλλο ζητούμε. «Πέραν του καλού και του κακού» κάποιο μυστήριο μας σέρνει».
Προηγουμένως, και πριν φτάσει στα συμπεράσματά του « για το τι ποθεί ο άνθρωπος του 19ου αιώνος», και στον προσδιορισμό του Νίτσε, που αργότερα θα καθοδηγήσει τη σκέψη του, αλλά και του Βίσμαρκ ως «δύο χαλύβδινων προφητών της αποθεώσεως του εγώ», είχε διατυπώσει με διθυραμβική αναφορά το θαυμασμό του για τον αρχαίο κόσμο, τις αναζητήσεις του και την έκφραση του Έρωτα. «Σʼ όλο το μάρμαρο και σʼ όλες τις σκέψεις των –γράφει για τον αρχαίο κόσμο- κάποιο φως χαμογελά, κάποια ειλικρίνεια που δεν γνωρίζομεν εμείς οι σεμνότυφοι και οι υποκριταί. Ιδέτε τον Παρθενώνα, Είνε φως και ειλικρίνεια. Διαβάσετε τη Μαχαραβάτα των Ινδών. Ο εραστής «πίνει» όλη νύχτα τα χείλη της ερωμένης και ταʼ αγκάλιασμα, λέγει κάπου, είνε τόσο άγριο ώστε «οι μαστοί της γυναικός βυθίζονται στο στήθος του ανδρός και κάθε κενόν του σώματός της γεμίζει και τα ψέλλια και τα περιδέραια σπουν». Αυτή είνε η αγάπη των πρώτων ανθρώπων. Διαβάσετε το Άσμα των Ασμάτων στην ώμορφη Σουναμίτιδα. Ο έρως δεν ήτον αμάρτημα τότε και είχε το δικαίωμα να είνε ειλικρινής».
Ο Χριστιανισμός και ο αρχαίος κόσμος
Καταπληκτική, όμως, είναι η αναφορά του Καζαντζάκη, στο ίδιο πρώιμο φιλοσοφικό κείμενό του, στην εξαφάνιση του αρχαίου κόσμου μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού, τον οποίο προσδιορίζει, μάλιστα, ως την αρχή της αντίστροφης πορείας των αγνών αρχαιοελληνικών παραδόσεων. Γράφει χαρακτηριστικά, με τον «αιρετικό» τρόπο που αργότερα όλοι γνώρισαν:
«Ως όλα τα ώμορφα πράματα – κι ο κόσμος ο Ελληνικός απέθανε γρήγορα. Μέσα στην υπεράνθρωπη κʼ απάνθρωπη αταραξία των Στωικών. Μέσα στις υστερικές τάσεις και την απόγνωσι των Πεισιθανάτων και των Ηγησιακών και των Αννικερίων. Μέσα στην ακολασία των εκτροχιασθέντων οπαδών του Επικούρου – απέθανε.
Ο Απόλλων, ο ωραίος Θεός, το χαμόγελο του Ολύμπου απέθανε. Κι επεφάνη από την Ανατολή, ο Υιός της Παρθένου- ο πατέρας της σημερινής αρρώστειας της ψυχής.
Μέχρι του Ιησού ο άνθρωπος εξετίμα την ζωή και ταʼ αγαθά του κόσμου τούτου. Ήθελε να είνε ωραίος και υγιής και νέος και πλούσιος. Ήθελε νʼ απολαύση τη ζωή και ήξερε να την απολαύση. Επεφάνη ο Ιησούς, ωχρός, ονειροπόλος, ανεθρεμένος στους θερμούς ήλιους της Παλαιστίνης, μέσα στη σιγή και την ατάραχτη ονειροπολία της λίμνης της Γεννησαρέτ. Ανέβηκε μια μέρα γλυκύς, γαλήνιος, ωραίος στο όρος και η ανθρωπότης τον ακολούθησε και είπε γελαστός: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες. Μακάριοι οι πενθούντες». Ανέβηκε στον Παρθενώνα ο Ναζωραίος ο ωχρός κι έδιωξε τους Μεγάλους Θεούς. Τον Απόλλωνα και την Άρτεμιν και το χαμόγελο της Αφροδίτης και την ευθυμίαν του Διονύσου –«κι έσβυσε το γέλοιο το άσβεστο των Θεών». Κι απλώθηκαν πάνω στα μάρμαρα οι αγιογραφίες και οι σταυροί. Παναγίες σιωπηλές με κατεβασμένα μάτια, χλωμές Παναγίες που κλαίνε, μαρτύρια αγίων, σάρκες αρρωστημένες και αιματωμένες. Μια βαρειά μυρωδιά λιβανιού απλώνεται στον κόσμο. Και μαραίνονται τα ρόδα και θεριεύουνε τα ροσμαρί και η βάγια και το κυπαρίσσι και η ιτιά».
«Έφερε στον κόσμο την αγάπη και την αγαθότητα και τη ταπεινοφροσύνη. Ναι. Αλλά και τον αγιάτρευτο Πόνο και τη μεγάλη Νοσταλγία και την αιώνια προσήλωση σʼ ένα κόσμον ωραίον, μακάριον, όπου ουκ έστι στεναγμός… αλλʼ ανύπαρκτόν!», γράφει για την εμφάνιση του χριστιανισμού και την επικράτηση του έναντι του αρχαίου κόσμου.
Το ότι πρόκειται για ένα πράγματι πολύ πρώιμο έργο του Καζαντζάκη φαίνεται όχι μόνο από τον τρόπο διατύπωσης και ανάπτυξης των σκέψεων του, αλλά και από τη χρήση της γλώσσας. Ακόμη δεν έχει κατασταλάξει στην απόλυτη υποστήριξη της δημοτικής, και μάλιστα της δημοτικής με το δικό του χαρακτήρα και τη γλωσσοπλαστία, όπως τη γνωρίσαμε στη συνέχεια στα κείμενα της ωριμότητάς του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ασφαλώς είναι απλή, με μερικά στοιχεία, πάντως, από τους «κανόνες της καθαρεύουσας».
Ίσως κι η αναφορά του στον άνθρωπο του 19ου αιώνα σε ενεστώτα χρόνο, μας επιβεβαιώνει ότι ο Καζαντζάκης έγραψε το κείμενο πριν καν φτάσει τα 17-18 χρόνια του! Άρα, ίσως έχομε μπροστά μας το πρώτο πόνημα φιλοσοφικής αναζήτησής του.
Η αρρώστεια του αιώνος
(Πρώτο μέρος)
Δείτε την πρωτότυπη δημοσίευση στην “Πινακοθήκη” του 1906: Η αρρώστεια του αιώνος 1
Εάν ανατρέξωμεν στα παιδικά χρόνια της ανθρωπότητας δεν ευρίσκομεν κανένα ίχνος της αρρώστειας αυτής. Οι πρώτοι άνθρωποι ήσαν αφελείς, η καρδιά των ήταν απλή και ήρεμες, μεγάλες γραμμές ζωγράφιζαν την ψυχήν των. Η φύσις ξεσκεπάζεται σαν θαύμα και σαν χαμόγελο μπροστά των. Ολα γιʼ αυτούς ήσαν ζωντανά και παρθένα. Η κρίσις δεν είχεν αναπτυχθή ακόμα και δεν εδηλητηρίαζεν όλες τις χαρές και δεν μπορούσε να βρει κάτω από τη λαμπράν επιφάνειαν την μηδαμινότητα και την οδύνη. Ο εσωτερικός άνθρωπος δεν είχε εγγιχθή ακόμη από τις λεπτόλογες ψυχολογικές παρατηρήσεις, από την ανάλυψη και από την επιστήμη.
Η ψυχή σιγά – σιγά άνοιγε κι έβλεπε τον κόσμο έκπληκτη κι εχαμογελούσε.
Από τα υψηλά οροπέδια του Θιβέτ, εχύθηκε κάτω στις πεδιάδες η ανθρωπότης, αφελής, πατριαρχική, με τις καλύβες στις όχθες των λιμνών με τα άντρα στους πρόποδας των ορέων, με της προσωρινές σκηνές επάνω στους άμμους των ερήμων.
Τα αισθήματά των ήσαν απλά και μεγάλα και άγρια. Η αγάπη ήταν απλή, πρωτογενής – ένστικτον ακόμη.
Ολα ήσαν αφελή τότε. Ο Θεός κατέβαινε στις κορφές των βουνών. Μάννα έπεφτεν από τον ουρανό κι από τους βράχους ανέβλυζαν πηγές. Οι Θεοί κατέβαιναν στην γη κι εσμίγαν με τις θυγατέρες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι ανέβαιναν στον ουρανό κι εσμίγαν με τις θεές. Ο ουρανός με τη μαγική σκάλα της αφελείας συγκοινωνούσε με την γη. Και ήσαν μάλιστα τόσο κοντά, ώστε τω καιρώ εκείνω ύψωναν αι αγελάδες το κεφάλι κι έγλυφαν με τις γλώσσες των τον ουρανό.
Ο μεγάλος ήλιος που καίει και θαμπώνει και τυφλώνει δεν είχεν ανατείλει ακόμα.
Σʼ όλο το μάρμαρο και σʼ όλες τις σκέψεις των κάποιο φως χαμογελά, κάποια ειλικρίνεια που δεν γνωρίζομεν εμείς οι σεμνότυφοι και οι υποκριταί. Ιδέτε τον Παρθενώνα. Είνε φως και ειλικρίνεια. Διαβάσετε την Μαχαβαράτα των Ινδών. Ο εραστής “πίνει” οληνύχτα τα χείλη της ερωμένης και τʼ αγκάλιασμα, λέγει κάπου, είνε τόσο άγριο ώστε “οι μαστοί της γυναικός βυθίζονται στο στήθος του ανδρός και κάθε κενόν του σώματός της γεμίζει και τα ψέλλια και τα περιδέρειαν σπουν”. Αυτή είνε η αγάπη των πρώτων ανθρώπων. Διαβέσετε το Ασμα των Ασμάτων στην ώμορφη Σουναμίτιδα. Ο έρως δεν ήτον αμάρτημα τότε και είχε το δικαίωμα να είνε ειλικρινής. Η Σαπφώ – η πρώτη χειραφετημένη της ιστορίας – εστέναζε τη νύχτα γιατί βρισκόταν μονάχη καιδεν εδίσταζε να το λέει.
Δέδυκε μεν η σελάνα
και πλειάδες· μέσαι δε νύχτες·
παρά δʼ έρχετʼ ώρα,
Εγώ δε μόνα καθεύδω.
Και πετά τη σαΐτα του αργαλειού της δαμασμένη από αγάπη και λέει στη μητέρα της:
Μάτερ, όντι δύναμαι κρέκην τον ιστόν.
Πόθον δάμεισα παίδος βραδύναν διʼ Αφρόδιταν.
Πόση αφέλεια, πόση ειλικρίνεια, πόση χαρά και τελεία αντίληψις της ζωής! Στον κόσμο τούτον βρίσκονται όλα τʼ αγαθά. Πέραν ουδέν. Σκιαί και είδωλα καμόντων εις λειμώνος ασφοδέλων. Ο Αχιλλεύς ευχαρίστως θʼ αντήλασσε την θέσιν του, ως αρχηγού του Αδη, με τη θέσιν δούλου στην γη, τον έφτανε μόνο να βλέπει “φάος λαμπρόν ηελίοιο”.
Οι αρχαίοι εσυνδύαζον τελείως τας απαιτήσεις του σώματος και τας απαιτήσεις της ψυχής. Ουδέποτε ισορροπία τελειότερη απεκαλύφθη στην ιστορία. Μετά το γυμναστήριον η Ακαδημία του Πλάτωνος, ο Σωκράτης από την Κνωσσό πηγαίνει σιγά – σιγά στην Ιδη και διδάσκει και εμπνέεται τους Νόμους.
Το συμπόσιον του Πλάτωνος είνε η μικρογραφία, μου φαίνεται, του ελληνικού κόσμου. Δεν κουράζομαι ποτέ να το διαβάζω. Ο Σωκράτης και ο Αριστοφάνης και ο Φαίδρος και άλλοι ξαπλωμένοι στα δίκλινα γύρω στο τραπέζι. Στεφάνια από ρόδα κι από μενεξέδες είχαν στο κεφάλι. Ωραία παιδιά εκερνούσαν από ένα μεγάλον ώμορφο κρατήρα. Και συζητούν και πίνουν κιʼ ανεβαίνουν σιγά- σιγά και μεγαλόπρεπα στις υψηλότερες κροφές του Ιδανικού ροδοστεφανωμένα, ιοστέφανοι, φιλοσοφούν και στα χείλη του Σωκράτη πέρνουν τα λόγια της Διοτίμας το θεϊκότερο φτερούγισμα που έως τώρα εγνώρισεν ο ανθρώπινος νους. Και ξάφνου ανοίγονται οι πόρτες και εισορμά μέσα ο ωραιότερος Ελλην. Κισσόν είχε στα μαύρα μαλλιά του ο Αλκιβιάδης και ώμορφες αυλητρίδες τον ακολουθούσαν και τον αγκάλιαζαν. Και το κρασί χύνεται αφθονώτερο και ο γέρω Σωκράτης χαμογελά και συμμαζεύεται στο κρεββάτι του για να κάμει θέσι του Αλκιβιάδη να ξαπλωθή.
Ποτέ δεν κουράζομαι να διαβάζω το συμπόσιο του Πλάτωνος. Είνε για μένα, η μεγάλη, η άγια αποκάλυψι του κόσμου του ελληνικού. Ολην εκείνη την Ατλαντίδα την βουλιαγμένη βλέπω νʼ ανατέλλει μέσα από τα κύματα των περασμένων χρόνων όπως -θυμάστε;- ανέβηκε μια μέρα μεσʼ από τα κύματα του Σαρωνικού μπροστά σʼ όλους τους Ελληνες έμορφη και ολόγυμνη η σεμνότερη και ωραιότερη των εταιρών – η Φρύνη!
Ηταν τότε η θρησκεία του Καλού. Ο Απόλλων – ο ωραίος Μουσηγέτης – ήταν η προσωποίησις της Ελληνικής ψυχής. Στη Σικελία η πόλις Αίγεστα έκτιζε ναό στον ωμορφήτερο πολίτη της. Υπήρχαν αγώνες, κάλλους, Καλλιστεία ανδρών, καλλιστεία γερόντων, καλλιστεία παίδων. Στα Μέγαρα ετελείτο αγών φιλήματος εφήβων, όπου ως αναφέρει ο Θεόκριτος “ος αν προσμάξη γλυκερώτερον χείλεσι χείλη βριθόμενος στεφάνοισιν την ες μητέρα απήρχετο”.
Τέτοιος ήταν ο κόσμος ο Ελληνικός. Η μελαγχολία ήταν άγνωστη. Τα μεγάλα προβλήματα δεν είχαν ακόμα παραμορφώσει την ψυχή από Πόνο. Κυττάξετε όλους τους ναούς των κιʼ όλα τʼ αγάλματα κι όλες τις σκέψεις των πόσο χαμογελούν!..
Ως όλα τα ώμορφα πράγματα – κι ο κόσμος ο Ελληνικός απέθανε γρήγορα. Μέσα στην υπεράνθρωπη κι απάνθρωπη αταραξία των Στωϊκών. Μέσα στις υστερικές τάσεις και την απόγνωσι των Πεισιθανάτων και των Ηγησιακών και των Αννικερίων. Μέσα στην ακολασία των εκτροχιασθέντων οπαδών του Επικούρου – απέθανε.
Ο Απόλλων ο ωραιός Θεός, το χαμόγελο του Όλυμπου απέθανε. Κι επεφάνη από την Ανατολή, ο Γιος της Παρθένου- ο πατέρας της σημερινής αρρώστειας της ψυχής.
Μέχρι του Ιησού ο άνθρωπος εξετίμα την ζωή και τʼ αγαθά του κόσμου τούτου. Ηθελε να είνε ωραίος και υγιής και νέος και πλούσιος. Ηθελε νʼ απολαύση τη ζωή και ήξερε να την απολαύση.
Επιφάνη ο Ιησούς – ωχρός, ονειροπόλος, ανεθρεμένος στους θερμούς ήλιους της Παλαιστίνης, μέσα στη σιγή και την ατάραχτη ονειροπολία της λίμνης της Γεννησαρέτ.
Ανέβηκε μια μέρα γλυκύς, γαλήνιος, ωραίος στο όρος και η ανθρωπότης τον ακολούθησε και είπε γελαστός: “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Μακάρι οι πεινώντες και διψώντες. Μακάριοι οι πενθούντες”.
Αέβηκε στον Παρθενώνα ο Ναζωραίος ο ωχωρός κι έδιωξε τους Μεγάλους Θεούς. Τον Απόλλωνα και την Αρτεμιν και το χαμόγελο της Αφροδίτης και την ευθυμίαν του Διονύσου – κι έσβυσε το γέλοιο το άσβεστο των Θεών”. Κι απλώθηκαν απάνω στα μάρμαρα οι αγιογραφίες και οι σταυροί Παναγίες σιωπηλές με κατεβασμένα μάτια χλωμές Παναγίες που κλαίνε, μαρτύρια αγίων, σάρκες αρρωστημένες και αιματωμένες.
Μια βαρειά μυρωδιά λιβανιού απλώνεται στον κόσμο. Και μαραίνονται τα ρόδια και θεριεύουνε τα ροσμαρί και η βάγια και το κυπαρίσσι και η ιτιά.
Εφερε στον κόσμο την αγάπη και την αγαθότητα και τη ταπεινοφροσύνη. Ναι. Αλλά και τον αγιάτρευτο Πόνο και τη μεγάλη Νοσταλγία και την αιώνια προσήλωση σʼ ένα κόσμον ωραίον, μακάριον, όπου ουκ έστι στεναγμός… αλλʼ ανύπαρκτον!
Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Ελθετε προς με πάντες οι κοπιώντες καγώ αναπαύσω υμάς. Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Πού ευρέθησαν τα παράξενα αυτά, τα πρωτάκουστα λόγια; Σε ποιον κόσμον ηρεμίας εστρέφοντο άρα γε τα μεγάλα αυτά, τα γαλανά μάτια;
Αδιάφορον. Η ανθρωπότης άκουσε κι εσαγηνεύθη.
Από την ώρα εκείνη ούτε χαρά, ούτε απόλαυσις!
Τρίχινος σάκκος στο σαρκίον, στάχτη επάνω στο κεφάλι και γονυκλισίες και σταυροκοπήματα και παραβιάσεις της φύσης πέρα στις σκήτες των άμμων της Λιβύης, μέσα στα μεγάλα και τα υψηλά και τα βουβά μοναστήρια.
Το κάλλος ήταν αμαρτία κι η χαρά δεν ήταν πλειά προσευχή. Και περνούν μπροστά από τα μάτια της ψυχής μου όλες εκείνες οι σειρές των παρθένων με τʼ αφίλητα, τα χλωμιασμένα χείλη… Παρθένες που απέθαναν χωρίς να χαρούν τη μεγάλη ανατριχίλα της ζωής, κορμιά στείρα και λευκά – λουλούδια που μαράθηκαν κάτω από τον ίσκιο του σταυρού…
Πόσα μεγάλα δράματα δεν έχουν να διηγηθούν οι χαλασμένοι τώρα τοίχοι των μεγάλων μοναστηρίων και πόση Απογοήτευσιν δεν σκεπάζουν οι χορταριασμένες πλάκες των σιωπηλών κοιμητηρίων!
Τʼ αγαθά του κόσμου τούτου επεριφρονήθησαν. Τα μάτια ήσαν ανοιχτά κι έβλεπαν απάνω, την Ανω Ιερουσαλήμ, την Αιώνιον Χίμαιρα, την Βασιλεία των Ουρανών όπου θα βλέπωμεν ολημερίς πρόσωπον προς πρόσωπον τον Θεό! Και πεθαίνεις. Και το χώμα ρίχνεται αποπάνω σου και περιμένεις. Με σταυρωμένα χέρια, μʼ ένα κέρινο σταυρό στο στόμα είσαι ξαπλωμένος κάτω και περιμένεις. Η σάλπιγγα της αναστάσεως δεν γροικιέται. Οι άγγελοι αργούνε να φανούν. Και περιμένεις. Και εν τω μεταξύ σαπίζεις κι επιστρέφεις εις την Μητέρα γη και μεταμορφώνεσαι τη μεγάλη, τη φρικώδη, την απελπιστική μεταμόρφωσι των οργανισμών. Και χύνεσαι χωρίς εγώ λίπασμα γύρω στο χώμα κι αποπάνω σου θρεμένη από το κορμί σου ακολασταίνουν τα λουλούδια.
Και οι άνθρωποι γίνονται ονειροπόλοι και ευαίσθητοι.
Η ψυχή αφαιρείται σε εκστάσεις μυστικοπαθείς και θρησκευτικάς.
Η αγία Θηρεσία αγαπά σαρκικώς τον Χριστό. Πόσοι καλόγεροι δεν αγάπησαν τις χλωμές Παναγίες μέσα στους μισοφωτισμένους κι αμίλητους ναούς!
Η ευαισθησία και η έκστασις και η ονειροπολία είνε αισθήματα άγνωστα στον κόσμο τον αρχαίον, τον σοβαρόν και μετρημένον, τον γνωρίζοντα τι θέλει και πώς να θέλει και πόσην αξίαν απροσμέτρητη έχουν οι χαρές του κόσμου τούτου.
(Δεύτερο μέρος)
Δείτε την πρωτότυπη δημοσίευση στην “Πινακοθήκη” του 1906: Η αρρώστεια του αιώνος 2
Οι βάρβαροι εχύθηκαν από τον Βορρά στη πολιτισμένην Ευρώπη και κατέστρεψαν τα μνημεία της τέχνης κι ανέβασαν την αμάθεια στον θρόνο κι απεσύρθησαν νικημένοι οι παλαιοί κυρίαρχοι στα μοναστήρια και είνε λυπημένοι κάποιαν ανάγκη-άγνωστη στην αρχαιότητα-νοιώθουν να εκχύσουν τα αισθήματά των σε κάποιον άλλον, έχουν ανάγκη από στήριγμα, από μια καρδιά που να τους πονεί, μόνοι δεν μπορούν να βαδίσουν στη ζωή, δεν έχουν θάρρος, η ψυχή των ζητά σύντροφο, κανένα φίλο, καμμιά φίλη κι έτσι σιγά, σιγά γεννάται ένα αίσθημα καινούργιο-ο Ερως.
Ο έρως όπως τον αντελαμβάνοντο τότε κι όπως σχεδόν και σήμερον ακόμη τον αντιλαμβανόμεθα.
Ο έρωτας ο μεσαιωνικός αγαπά την ψυχή, την ιδανική παράστασι της Εκλεκτής-σμίγουν με την αγάπη τη μυστικοπάθεια των ευλαβών και τη θρησκευτική έκστασι και τη γυναικώδη τρυφερότητα. Περιφέρονται οι ερασταί με μακρυές πλεξίδες, ωχροί, χωρίς ζωή και δεν επιθυμούν και δεν τολμούν… Τροβαδούροι και βάρδοι ανυψώνουν σε λατρεία το ένστικτο που σπρώχνει τον άνδρα στη γυναίκα και Δόν Κιχώται κυνηγούν ανύπαρκτες Ντουλοινέ και ιππόται γονατίζουν μπροστά στις πυργοδέσποινες, ωχρές και λατρευόμενες πυργοδέσποινες που πηγαίνουν κι έρχονται μόνες, χωρίς ενασχόληση, χωρίς ευχαρίστησι, απαίδευτες και περήφανες μέσα στας μεγάλας αιθούσας των Πύργων.
Γκρεμίζεται σιγά σιγά ο Παρθενών και παραστάσεις και χρώματα χυδαία μολύνουν τη λευκότητα την άσπιλη των μαρμάρων του. Κι η μυστικοπάθεια και η ονειροπόλησις πέρα στη Δύση γεννά κι ανυψώνει τον γοτθικόν ναόν. Αισθάνεσαι ότι δεν μπαίνουν μέσα σε τέτοιον ναόν άνθρωποι με ανοικτές και κόκκινες καρδιές, με ήρεμα και υψωμένα μέτωπα. Ο Θεός δεν κατεβαίνει εδώ-όπως θα κατέβαινεν άλλοτε μέσα στον μαρμάρινο σηκό του Παρθενώνος. Ο άνθρωπος μόνον σκύβει εδώ και συντρίβεται και γονατίζει και ικετεύει τον Μεγάλον, τον αμείλικτο τιμωρό της αμαρτίας… Δύστυχα πλάσματα, ωραίες γυναίκες που θα γονάτισαν στις ψυχρές πλάκες των γοτθικών ναών και θα θρήνησαν για σφάλματα που η Φύσις, η Μεγάλη Θεά και Μητέρα, συγχωρεί και δικαιώνει και επιβάλλει.
Σιγά-σιγά μια μελαγχολία γεννάται, μια έκφυλη νοσταλγία για κόσμους ανυπάρκτους, ένας φόβος και μια ανατριχίλα για τη Κόλασι, για τα βασανιστήρια της άλλης ζωής-η Δευτέρα Παρουσία πλησιάζει και τρέμουν οι ψυχές-προφήτες καλούν τους δύστυχους ανθρώπους στη Μετάνοια, τα μοναστήρια έχουν ορθάνοιχτες τις πόρτες και η ανθρωπότης τρομασμένη χλωμή στρυμώνεται μέσα και περιμένει. Οι πυρές της Ιεράς εξετάσεως φωτίζουν απαίσιες τη νύχτα του μεσαιώνος.
Κι αυτό το αριστούργημα των χρόνων εκείνων-το ποίημα του Δάντη-υψώνεται σαν γοτθικός ναός, περιώδυνο και σκοτεινό κι απελπισμένο”.
Μέσα στη νύχτα αυτή της ψυχής ανέτειλε πάλι η Ελλάς η αρχαία για να φωτίση και να σώση. Τα έκφυλα τέκνα του Βυζαντίου όταν έφευγαν νικημένα από τη Βασιλίδα των πόλεων, εκρατούσαν μαζί των μαζί με τα διαμαντικά των και τας εικόνας των αγίων των και τον Πλάτωνα και τον Ομηρον και τον Πλούταρχον.
Και φωτίζεται η Ιταλία και το φως χύνεται από τις κορφές στις σκοτεινές πεδιάδες κι ανοίγει τις καρδιές και τα χείλη και τις σκέψεις. Χειραφείται ο νους από τη Θεολογία, ο Πλάτων διώχνει τον Αριστοτέλη, ανυψώνεται πλούσιος ο ρυθμός της Αναγεννήσεως, ο Ραφαήλ διώχνει τις χλωμές Παναγιές κι αντιγράφει από την ερωμένη του, από τη Φορναρίνα, τις ώμορφες Παναγίες και τους πανώρηους αγγέλους που χαμογελούνε τώρα και κατεβαίνουν από τον ουρανό και νοιώθεις πως κατεβαίνουν για να παρηγορήσουν…
Ο Βάκων και ο Καρτέσιος και ο Λούθηρος και ο Ερασμος χειραφετούν τη σκέψι. Η κομψότης επιζητείται στα λόγια και στους τρόπους και οι ώμορφες δούκισσες και μαρκησίες τριγυρνούν τον θρόνο ακόλαστες κάποτε, επιτηδευμένες κάποτε, μα πάντοτε ωραίες.
Ο Μονάρχης γίνεται κάθε μέρα αριστοκρατικώτερος. Η αυλή μιμείται τον Μονάρχη. Ολοι μιμούνται την αυλήν.
Οι ευγενείς χωρίζονται από τον λαό από μεγάλους τάφρους κυκλώνονται οι πύργοι.
Ο λαός περιφρονείται, οι ευγενείς κάθε μέρα και πλειό αγέρωχοι γίνονται και πλειό ακόλαστοι και έκφυλοι.
Μια ζύμωσι παρατηρείται. Μια επανάστασις σιωπηρά απέραντη, -σαν υπόκωφες δονήσεις σεισμού ακούονται στα χαμηλά στρώματα του λαού.
Πρώτα εχειραφετήθη ο άνθρωπος από τη θεολογία.
Εξεγείρεται κατά της ακοκλασίας και σιμωνίας του κλήρου και κηρύσσει υψηλά τη μεταρρύθμισιν. Οι Χούσιοι ρίχνονται στη πυρά. Αδιάφορον. Ο Λούθηρος καίει στη Βορμηνία τη βούλλα του Πάπα. Ο κόσμος ήταν άξιος να τον εννοήση. Και ο Λούθηρος θριαμβεύει.
Η πρώτη νίκη δίδει θάρρος και πεποίθησι. Η κοινωνία, αι τάξεις πρέπει νʼ ανατραπούν. Η πρόοδος χοχλάζει μέσα στις ψυχές. Οι δονήσεις γίνονται συχνότερες, δεσμίδες φως φεύγουν από κάποια μέτωπα, κάποιος ήλιος περιμένεται και όλοι στρέφουν ανυπόμονες τις καρδιές στην πνευματικήν ανατολή του κόσμου. Και ιδού! μεγαλοπρεπές και φρικώδες και σωτήριον ανατινάσσεται το ηφαίστειο των ψυχών στη Γαλλία. Ελαμψεν όλη η ανθρωπότης. Απάνω στα αίματα, κάτω από το ικρίωμα, με τον Δαντών και τον Ροβεσπιέρρο και τον Μαρά μπροστά, επροχώρησε στην ελευθερία και στο φως η ανθρωπότης. Ολοι ίσοι. Ο άνθρωπος πρώτη φορά αντιλαμβάνεται τα δικαιώματά του και την αποστολήν του και την αξίαν του. Η νύχτα της 26 Αυγούστου εφώτισε τον κόσμο. Οι bourgeois εκέρδισαν τη πρώτη νίκη. Γιατί να μη τολμούν έτσι πάντοτε; Τόλμα και ούτω προοδεύσεις. Και ανοίγονται οι κλωβοί που υπάρχουν στην ψυχή κάθε ανθρώπου, κι αφίνονται ελεύθερα τα πάθη, ελεύθερη η φιλοδοξία και ο πόθος της εξουσίας και η χαρά της κατακτήσεως και η με κάθε μέσον απόλαυσις της νίκης. Quo non ascendam? Ο ήρως των νεωτέρων χρόνων δεν είνε ο ευγενής, ο εκ μεγάλων γονέων, ο ωχρός και έκφυλος ευπατρίδης, ο προστριβόμενος στα σαλόνια, αλλά ο άνδρας, αλλά ο νέος, ο κλεισμένος στο γραφείον του, εκείνος που σκύβει στο βιβλίον του και μελετά και γράφει, εκείνος που τρέχει έξω και φωνάζει και εργάζεται και παλεύει και νικά.
Κανείς φραγμός στους πόθους, καμμιά ανάπαυση. Εκείνος που λυγίζει στον αγώνα της ζωής σωρειάζεται χάμω και ποδοπατείται από τους μύριους άλλους που τρέχουνε, απʼ οπίσω του. Κανείς φραγμός. Το συμφέρον ο σκοπός, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Το συμφέρον λέγεται δόξα, λέγεται πλούτος, λέγεται εξουσία. Αδιάφορον. Ορια δεν γνωρίζει ο άνθρωπος των νεωτέρων χρόνων. Νομίζει ότι είνε ικανός να γίνη ότι ποθεί. Και τί δεν ποθεί ο άνθρωπος του 19ου αιώνος! Ο Νίτσε στη φιλοσοφία, ο Βίσμαρκ στη πολιτική είνε οι δύο μεγάλοι, οι δύο χαλύβδινοι προφήται της αποθεώσεως του εγώ.
Πώς είνε δυνατόν να υπάρχουν θεοί, ανακράζει ο Νίτσε, αφού εγώ δεν είμαι Θεός; Αρα θεοί δεν υπάρχουν.
Ενας μόνος Θεός υπάρχει, αναφωνεί ο Richepin, εγώ!
Από την αφέλεια και τη χαρά της αρχαιότητος, από την αφοσίωσι και την έκστασι και τη πίστι του μεσαίωνος, καταντήσαμε στα όργια της σκέψεως στους νεωτέρους χρόνους.
Ολα εσαλεύθησαν, όλα σαλεύονται. Ευρισκόμεθα σε μια περίοδο μεταβατική, σε αιώνα νευρικό, η ψυχή δεν ξέρει που να πιαστή, ένας σεισμός απέραντος σαλεύει τας πεποιθήσεις μας, ό,τι αγαπήσανε οι πατέρες μας δεν μπορούμε νʼ αγαπήσωμεν εμείς, είνε μορμολύκεια, είνε χίμαιρες όλοι οι φόβοι και όλες οι ελπίδες των προγόνων μας. Η πίστις, η αγάπη, η ηθική, η αφοσίωσις, η αρετή, όλα κλονίζονται.
(Τρίτο μέρος)
Δείτε την πρωτότυπη δημοσίευση στην “Πινακοθήκη” του 1906: Η αρρώστεια του αιώνος 3
Το πτώμα το ώμορφο του Ναζωραίου ετάφη-δεν είνε πολλά χρόνια-στο κοιμητήριον που αναπαύονται οι πεθαμένοι θεοί. Ο κριτικός αμείλικτος σκύβει και εξετάζει. Αμείλικτος ανατόμος των ιδεών σκύβει και εξετάζει: Η θρησκεία φάντασμα ώμορφο, ωραίος κόσμος, αλλʼ ανύπαρκτος. Ο έρως, ένστικτον χυδαίον και παιδικόν, χημική συγγένεια σωμάτων, ως είπεν ο Γκαίτε, υποκρισία ή βλακεία η αγνότης. Η γυναίκα, ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη από τον άνδρα-δεν είνε δυνατόν. Η φιλία ανύπαρκτη. Η πολιτική, μεγάλη διαφθορεύς των χαρακτήρων, θρίαμβος των υπούλων και των χαμερπών και των επιτηδείων… Ολα, όλα ανελύθησαν. Και η αηδία ανεβαίνει σαν κύμα από βόρβορο στη κάθε ψυχή και σβύνει της λαμπάδες της χαράς και της ειρήνης και της αθωότητος.
Και μέσα σʼ όλα αυτά τα ερείπια των ψυχών θέριεψε μέσα μας και εβλάστησεν η αρρώστεια του αιώνος.
Και εγεννήθησαν οι τύποι των νεωτέρων χρόνων, ο Βέρθερος και ο Φάουστ και ο Μαμφρέδρος και ο Ρενέ. Ο Βέρθερος αισθηματολόγος και μελαγχολικός, αυτοκτονών και δικαιολογούμενος. Ο Φάουστ ο ακόρεστος, ο πάντοτε ποθών. Ο Μαμφρέδος επαναστάτης πελώριος ανυψώνεται γίγας κι ερωτά προς τί εστάλη και γιατί εστάλη. “Οταν βλέπω γύρω μου τον κόσμον, όπου φαίνομαι μηδέν, λέγει ο Μπάϊρον το μεγαλύτερο θύμα της αρρώστειας του αιώνος, μου έρχονται σκέψεις που μπορούσαν θαρρώ σʼ όλον τον κόσμο να κυριαρχήσουν”.
Ο Ρενέ του κάκου κρύβει τη μελαγχολία του στα δάση της Αμερικής.
Αρρωστημένα τα μεγαλήτερα μέτωπα του αιώνος γέρνουν και συλλογούνται. Πληγωμένες οι ωμορφήτερες ψυχές φεύγουν από την παλαίστρα. Ο πόνος των γίνεται τραγούδι και η ανθρωπότης γύρω κουρασμένη κιʼ αυτή, τους περικυκλώνει τους ακούει: ψάλλουν την οδύνην και τον αγιάτρευτο πόνο του μετώπου.
Κανένα θέλγητρο πλειά. Ολα τα ξέρομε. Ο ήλιος της αληθείας διέλυσεν όλα εκείνα τα φάσματα τα πρωινά, όλη την ομίχλη με τα ώμορφα σχήματα, με τις ηδονικές καμπυλώσεις ανυπάρκτων κορμιών. Ολα τʼ ανελύσαμεν. Ο ζέφυρος δεν είνε πλέον εραστής της Χλόης, η Σελήνη δεν ζητά πλειά ερωτευμένη τον Ενδυμίωνα στη γη. Οι πηγές και τα δάση μας δεν κρύβουν πλειά Νεράιδες και Δρυάδες. “Η απάτη είνε πρόσκαιρος και αιωνία είνε η οδύνη”. Ξέρουμε τι δίνουνε τα χείλη των γυναικών και γιατί κοκκινίζουν τα μάγουλα των παρθένων και ξέρομε όλα τα μυστικά τα ζωώδη των παστάδων και των νυχτερινών ερώτων.
Ο άνθρωπος σήμερον αναπτύσσεται τεραστίως. Εις ηλικίαν ολίγων ετών γνωρίζει όσα δεν εγνώριζαν οι γέροι των περασμένων γενεών. Νέος ακόμη έχει χλωμιάσει απάνω σε ογκώδη βιβλία κι έχει δηλητηριασθή με τους μεγάλους πόθους και με τη δίψα τη μεγάλη των νεωτέρων ψυχών… Πώς μπορεί να νοιώση κανείς σήμερα την αφελή χαράν των προγόνων;
Εκουραστήκαμεν από τη σοφία των βιβλίων, έρχονται και παρέρχονται οι ποιηταί και μας αφίνουν τα δάκρυά των και τις αμφιβολίες των κι εκουραστήκαμε πλειά να διαβάζομε και να ρωτούμε και να περιμένομεν απαντήσεις.
Ποιός μπορεί νʼ αγαπήση σήμερα τη μεγάλην αγάπη των πατέρων του, τη φαιδράν αγάπη των προγόνων του, αφού μέσα στα βιβλία και στις ψυχολογικές αναλύλσεις των νεωτέρων συγγραφέων είδε διακεκορευμένα όλα τα μυστικά της αγάπης;
Οταν τα χείλη της πλησιάζουν τα χείλη μου ξέρω-μου είπαν-τι σκέπτεται, τι όργια πλάσσονται κάτω από το δέρμα της.
Οταν πηγαίνω στην Εκκλησιά ξέρω-μου είπαν-τι κρύβεται μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο, τι σκέπτονται τα μάτια των ιερέων και γιατί πηγαίνουν οι άνδρες και γιατί πηγαίνουν οι γυναίκες.
Ολα τα ξέρει ο σημερινός άνθρωπος. Τίποτε δεν αφήκαν παρθένο στη ψυχή μας. Η εξουσία, η Επιστήμη, η δόξα δεν μας αρκούνε πλειά. Κάτι άλλο ζητούμε. “Πέραν του καλού και του κακού” κάποιο μυστήριο μας σέρνει.
Κιʼ είνε ανήσυχες οι μεγάλες ψυχές των νεωτέρων χρόνων.
Κιʼ είνε έκφυλες και διεφθαρμένες. Ρίχνονται στο μεθύσι οι Edjar Poe και οι Μυσσέ. Και ακολασταίνουν οι Oscar Wilbe και παραφέρονται και οργιάζουν οι Beaudelaire και οι Huysmans και ρίχνονται στα ταξίδια και στις γυναίκες οι Μπάϊρον και οι Shelley και πεθαίνουν τρελλοί οι Swift και οι Νίτσε και οι Guy de Μaupassant και κυλιούνται χάμω χασισοπόται οι Thomas de Quincy.
Στη διεφθαρμένη από την γνώσιν ψυχή του νεωτέρου ανθρώπου ούτε ηρεμία ούτε ευτυχία θα χαμογελάσουν πλειά ποτέ.
Γιατί ρίχνονται στα ταξείδια οι άνθρωποι σήμερον και διατρέχουν τον κόσμον και θάλασσες και πεθαίνουν στας ερήμους; Είνε η ανησυχία της νεωτέρας ψυχής.
Η έλλειψις της ηρεμίας στη πατρική στέγη, όπου έζησαν και απέθαναν ήσυχοι και ασάλευτοι οι γέροι γονείς. Διεστρεβλώθησαν όλα τα αισθήματα, συνεδυάσθησαν με το αίμα, με τη διαφθορά, με τη παραφροσύνη για να αποτελέσουν κάτι τι καινούργιο, κάποιαν άγνωστη ηδονή, για να χορτάσουν την πείνα της νεωτέρας ψυχής. Θυμηθήτε τους σαδιστάς και τους μαζοχιστάς και τους φετιχιστάς που ανακατεύουν με το αίμα και με την ειδωλολατρεία την αγάπη. Είνε η αρρώστεια η μεγάλη των νεωτέρων χρόνων, είνε το mal du siecle η μεγάλη επιδημία στις λεπτές και κουρασμένες και αριστοκρατικές ψυχές.
“Τίποτε δεν είμαστε, λέει ο Ψυχάρης, τίποτε δεν είμαστε, μήτε χέρια γερά, μήτε αψηλά κεφάλια, παρά πληγωμένα κουρασμένα ποδάρια”.
Τίποτε δεν είμαστε παρά πληγωμένα, κουρασμένα ποδάρια. Μια Ειμαρμένη σκληρή κι αμάλαχτη πλακώνει πλακώνει τα μέτωπά μας. Μοιάζει η ψυχή του ανθρώπου με τον δυστυχή Οιδίποδα των περασμένων καιρών. Θυμάστε τη λαχτάρα του και την αγωνία του να μάθη-να μάθη ποιός είνε, τι έγκλημα έκαμε, ποία γυναίκα έχει στο κρεββάτι του. Αρχίζει να προμαντεύει, αρχίζει να φρίσση στην επαφή της αληθείας και όμως δεν σταματά. Προχωρεί ωχρός κι αμίλητος και ζητά να τα μάθη όλα… Ολα. Και τα έμαθε κι ετυφλώθη.
Η ψυχή μας μοιάζει με τον Οιδίποδα. Δια μέσου των αιώνων η ψυχή μας τίποτε άλλο δεν έπαιξε παρά τη τραγωδία του Σοφοκλέους: Τον Οιδίποδα Τύραννον.
Στην αρχή είνε χαρούμενος και ήρεμος-κυρίαρχος απάνω στον κόσμο. Τίποτε δεν γνωρίζει-είνε ευτυχής. Ετσι ήταν ο Οιδίπους στην πρώτη πράξι. Κα σιγά, σιγά, από μερικούς υπαινιγμούς, από μερικά λόγια ασύνετα της γυναίκας αρχίζει νʼ αμφιβάλλη να προμαντεύει λίγο, να εξετάζη, να λυπάται. Είνε η ψυχή στη βʼ πράξι της αμφιβολίας, της ερεύνης, της περιεργείας, του δισταγμού.
Οι μεγάλοι άνδρες οι Τειρεσίαι-αποκαλύπτουν την αλήθεια. Μα η ψυχή φρίσσει στη φρικώδη αποκάλυψι και αμφιβάλλει ακόμη. Και στέλλει ερευνητάς παντού και εξετάζει πλειότερο και εμβαθύνει και διώχνει τις απατηλές ελπίδες και τέλος βρισκόμαστε στη τελευταία πράξι-βλέπει την αλήθεια και τυφλώνεται. Ούτε χαρά, ούτε απόλαυσις πλειά. Ξέρουμε τι μας περιμένει. Υστερα από τον τάφο τίποτε. Ισως υπάρχει Θεός, αλλά τί μας ενδιαφέρει; Αφού πρόκειται να πεθάνομεν, αφού οι σκελετοί κοίτονται απαρηγόρητοι κάτω στο χώμα. Ούτε χαρά, ούτε ανάπαυσις πλειά. Το πολύ φως ετύφλωσε τις ψυχές μας.
Γέρνομεν από το βάρος των απογοητεύσεων όλων των πεθαμένων γενεών, μας εξόρισαν από τα παλάτια των ελπίδων και τρέχομε σε ξένους τόπους και καταρώμαστε τον Απόλλωνα και του κάκου ψάχνουμε στα σκότη να βρούμε το χέρι το απαλό μιας Αντιγόνης. Ισως η Αντιγόνη είνε η Πίστις. Ισως η Αντιγόνη είνε η Αγάπη. Ισως η Αντιγόνη είνε η Επιστήμη.
Αν είνε η Πίστις-απέθανεν η Αντιγόνη, αν είνε η Αγάπη διεφθάρη κι έγινε πόρνη και οδηγεί τον δύστυχο τυφλό σε καταγώγια και σε χαμαιτυπεία ή σε ψεύτες ανύπαρκτες παρηγοριές.
Αν η Αντιγόνη είναι η Επιστήμη-η Επιστήμη μόνο, τότε δεν είνε παρηγοριά και το χέρι της δεν είνε πλειά απαλό και δεν ελεεί-είνε σιδερένιο βαρύ χέρι που στηρίζει αλλά σέρνει άσπλαχνο-άσπλαχνο γιατί είνε παντοδύναμο-εκεί κάτω που σβύνουν όλες οι ελπίδες κι όλα τα ιδανικά-άσπλαχνη κόρη του νου μας η Επιστήμη, σέρνει το δύστυχο πατέρα της στην οδύνη την απέραντη που νοιώθουν όλες οι ψεχές όταν αντιληφθούνε πως ύστερα από τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε.
ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ